Δείτε επίσης: ἀρέσκω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρέσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρέσκω. Συγκρίνετε με το αρέσω και το αρέζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɾe.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρέ‐σκω

  Ρήμα επεξεργασία

αρέσκω, πρτ.: άρεσκα, αόρ.: άρεσκα, παθ.φωνή: αρέσκομαι (ελλειπτικό ρήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία