Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο από μηχανής θεός οι από μηχανής θεοί
      γενική του από μηχανής θεού των από μηχανής θεών
    αιτιατική τον από μηχανής θεό τους από μηχανής θεούς
     κλητική από μηχανής θεέ από μηχανής θεοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μακέτα που απεικονίζει τον από μηχανής θεό στο αρχαίο θέατρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

από μηχανής θεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπὸ μηχανῆς θεός → δείτε τις λέξεις από, μηχανή και θεός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po‿mi.xaˈnis θeˈos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

από μηχανής θεός αρσενικό

  1. (θέατρο, στην αρχαία τραγωδία) θεϊκό πρόσωπο που εμφανίζεται στο τέλος του έργου για να δώσει λύση στο αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί η δράση· για να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, χρησιμοποιούνταν ένας ξύλινος γερανός (μηχανή)
  2. (μεταφορικά) απρόσμενος σωτήρας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία