απόστροφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόστροφος < ελληνιστική κοινή ἀπόστροφος, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαίου επιθέτου ἀπόστροφος (στραμμένος σε άλλη μεριά) < ἀπό (από-) + -στροφος. Το αρσενικό, προσαρμοσμένος τύπος της δημοτικής. [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.stɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐στρο‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόστροφος θηλυκό (και αρσενικό)
- σημείο στίξης (΄) που σημειώνεται στη θέση ενός φωνήεντος που χάθηκε
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόστροφος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ απόστροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας