απόρρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόρρητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόρρητος < ἀπό + ῥητός < ἐρέω/ἐρῶ, μορφολογικά αναλύεται από- + ρητός
Επίθετο επεξεργασία
απόρρητος, -η, -ο
- που δεν πρέπει να ανακοινωθεί, να γνωστοποιηθεί ευρύτερα
- ↪ Ο κωδικός του χρηματοκιβωτίου είναι απόρρητος.