Δείτε επίσης: απομέρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόμερος η απόμερη το απόμερο
      γενική του απόμερου της απόμερης του απόμερου
    αιτιατική τον απόμερο την απόμερη το απόμερο
     κλητική απόμερε απόμερη απόμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόμεροι οι απόμερες τα απόμερα
      γενική των απόμερων των απόμερων των απόμερων
    αιτιατική τους απόμερους τις απόμερες τα απόμερα
     κλητική απόμεροι απόμερες απόμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόμερος < απο- + μέρος + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

απόμερος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία