Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόλυτο μηδέν < → δείτε τις λέξεις απόλυτο και μηδέν]

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

απόλυτο μηδέν ουδέτερο

  • (φυσική, χημεία, βιολογία) η χαμηλότερη δυνατή θερμοκρασία για όλες τις ουσίες όπου τα μόριά τους εμφανίζουν μηδενική θερμική ενέργεια. Ως απόλυτο μηδέν έχει θεωρηθεί η θερμοκρασία -273.150 C.

  Μεταφράσεις επεξεργασία