Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτελεσματικότητα οι αποτελεσματικότητες
      γενική της αποτελεσματικότητας των αποτελεσματικοτήτων
    αιτιατική την αποτελεσματικότητα τις αποτελεσματικότητες
     κλητική αποτελεσματικότητα αποτελεσματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτελεσματικότητα < αποτελεσματικός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποτελεσματικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία