Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσύνθεση οι αποσυνθέσεις
      γενική της αποσύνθεσης* των αποσυνθέσεων
    αιτιατική την αποσύνθεση τις αποσυνθέσεις
     κλητική αποσύνθεση αποσυνθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσύνθεση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décomposition. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + σύνθεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσύνθεση θηλυκό

  1. (χημεία) η διάσπαση ενός σώματος στα χημικά συστατικά του
    αντιδράσεις αποσύνθεσης ή διάσπασης
  2. (ειδικότερα), (κοινά) η κατάσταση κατά την οποία οι βιολογικοί οργανισμοί αρχίζουν να χαλάνε και να αλλοιώνονται τα στοιχεία τους
  3. (κατ’ επέκταση) αντίστοιχη κατάσταση για κάθε μη βιολογικό οργανισμό ή κοινωνικό σύνολο
  4. (πληροφορική) στον αρθρωτό προγραμματισμό, η ανάλυση ενός σύνθετου προγράμματος σε μικρότερα υποπρογράμματασυναρτήσεις), πιο εύκολα διαχειρίσιμα και επαναχρησιμοποιήσιμα[1]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 84, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019