Δείτε επίσης: αποσύνθεση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσύνδεση οι αποσυνδέσεις
      γενική της αποσύνδεσης* των αποσυνδέσεων
    αιτιατική την αποσύνδεση τις αποσυνδέσεις
     κλητική αποσύνδεση αποσυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσύνδεση < απο- + σύνδεση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈsin.ðe.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσύνδεση θηλυκό

  1. ο διαχωρισμός στοιχείων που ήταν πριν συνδεδεμένα
    Η αποσύνδεση του ασθενή από το τεχνητό νεφρό ήταν επιτυχής
  2. (πληροφορική) η διακοπή της σύνδεσης με άλλον υπολογιστή

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία