αποσυνδετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αποσυνδετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσύνδεση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσυνδετικός
|