Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσυνδετικός η αποσυνδετική το αποσυνδετικό
      γενική του αποσυνδετικού της αποσυνδετικής του αποσυνδετικού
    αιτιατική τον αποσυνδετικό την αποσυνδετική το αποσυνδετικό
     κλητική αποσυνδετικέ αποσυνδετική αποσυνδετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσυνδετικοί οι αποσυνδετικές τα αποσυνδετικά
      γενική των αποσυνδετικών των αποσυνδετικών των αποσυνδετικών
    αιτιατική τους αποσυνδετικούς τις αποσυνδετικές τα αποσυνδετικά
     κλητική αποσυνδετικοί αποσυνδετικές αποσυνδετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυνδετικός < αποσυνδέω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποσυνδετικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία