Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσπώ < αρχαία ελληνική ἀποσπῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αποσπώ, παθητικό: αποσπώμαι, παθητική μετοχή: αποσπασμένος

  1. αποκόπτω, αποχωρίζω
  2. παίρνω κάτι από κάποιον τραβώντας το ή με τη χρήση πειθούς
    με τις κολακείες κατάφερε να του αποσπάσει ένα μεγάλο ποσό
  3. τραβώ την προσοχή κάποιου αναγκάζοντάς τον να διακόψει αυτό που έκανε
    έρχεται συνέχεια και με αποσπά
    μη μου αποσπάς την προσοχή
  4. μετακινώ έναν υπάλληλο προσωρινά σε άλλη θέση που δεν είναι η οργανική του
    έκανα αίτηση να με αποσπάσουν στα κεντρικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία