Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσβολωμένος η αποσβολωμένη το αποσβολωμένο
      γενική του αποσβολωμένου της αποσβολωμένης του αποσβολωμένου
    αιτιατική τον αποσβολωμένο την αποσβολωμένη το αποσβολωμένο
     κλητική αποσβολωμένε αποσβολωμένη αποσβολωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσβολωμένοι οι αποσβολωμένες τα αποσβολωμένα
      γενική των αποσβολωμένων των αποσβολωμένων των αποσβολωμένων
    αιτιατική τους αποσβολωμένους τις αποσβολωμένες τα αποσβολωμένα
     κλητική αποσβολωμένοι αποσβολωμένες αποσβολωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσβολωμένος < ἀποσβολωμένος στην καθαρεύουσα < ἀποσβολώνω < μεσαιωνικό ἀπασβολῶ (σκοτίζω, π.χ. το μυαλό μου απ' το πιοτό, και στο Βυζάντιο αλοίφω κάποιον με κάπνα για να τον διαπομπεύσω) < ἀπό και ελληνιστικό ἀσβολόω (καλύπτομαι με κάπνα για να μη με αναγνωρίσουν και να μη φαίνομαι τη νύχτα) < αρχαία ελληνική ἀσβόλη

  Μετοχή επεξεργασία

αποσβολωμένος


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία