αποσβολωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσβολωμένος < ἀποσβολωμένος στην καθαρεύουσα < ἀποσβολώνω < μεσαιωνικό ἀπασβολῶ (σκοτίζω, π.χ. το μυαλό μου απ' το πιοτό, και στο Βυζάντιο αλοίφω κάποιον με κάπνα για να τον διαπομπεύσω) < ἀπό και ελληνιστικό ἀσβολόω (καλύπτομαι με κάπνα για να μη με αναγνωρίσουν και να μη φαίνομαι τη νύχτα) < αρχαία ελληνική ἀσβόλη
Μετοχή επεξεργασία
αποσβολωμένος
- που έχει εκπλαγεί από κάτι και παραμένει άφωνος, μαρμαρωμένος (ίσως ως έννοια συνδέεται με τη μοίρα του διαπομπευόμενου ίσως όμως και με του ατόμου που χρησιμοποιεί κάπνα ως μάσκα και παραλλαγή προκειμένου να παραμονεύσει στο σκοτάδι)