απονομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονομή | οι | απονομές |
γενική | της | απονομής | των | απονομών |
αιτιατική | την | απονομή | τις | απονομές |
κλητική | απονομή | απονομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απονομή < (ελληνιστική κοινή) ἀπονομή < αρχαία ελληνική ἀπονέμω < ἀπό + νέμω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distribution)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απονομή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απονέμω