Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομνημονεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

απομνημονεύω

  • μαθαίνω κάτι (π.χ. ένα κείμενο, έναν αριθμό) ώστε να μπορώ να το επαναλαμβάνω από μνήμης

Συνώνυμα επεξεργασία

  • αποστηθίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία