Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομακρυσμένος η απομακρυσμένη το απομακρυσμένο
      γενική του απομακρυσμένου της απομακρυσμένης του απομακρυσμένου
    αιτιατική τον απομακρυσμένο την απομακρυσμένη το απομακρυσμένο
     κλητική απομακρυσμένε απομακρυσμένη απομακρυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομακρυσμένοι οι απομακρυσμένες τα απομακρυσμένα
      γενική των απομακρυσμένων των απομακρυσμένων των απομακρυσμένων
    αιτιατική τους απομακρυσμένους τις απομακρυσμένες τα απομακρυσμένα
     κλητική απομακρυσμένοι απομακρυσμένες απομακρυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

απομακρυσμένος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία