Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομίμηση οι απομιμήσεις
      γενική της απομίμησης* των απομιμήσεων
    αιτιατική την απομίμηση τις απομιμήσεις
     κλητική απομίμηση απομιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομίμηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απομίμηση θηλυκό

  1. η κατασκευή ενός αντιγράφου που προσπαθεί να μιμηθεί ένα γνωστό πρωτότυπο έργο
  2. το εμπορικό προϊόν που προσπαθεί να μιμηθεί το αντίστοιχο που κατασκευάζεται/παρασκευάζεται από γνωστές μεγάλες εταιρείες, συνήθως χαμηλότερης ποιότητας και τιμής από το γνήσιο
     συνώνυμα: μαϊμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία