Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομάκρυνση οι απομακρύνσεις
      γενική της απομάκρυνσης* των απομακρύνσεων
    αιτιατική την απομάκρυνση τις απομακρύνσεις
     κλητική απομάκρυνση απομακρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομακρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομάκρυνση < απομακρύνω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απομάκρυνση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία