Δείτε επίσης: ἀπολογητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολογητικός η απολογητική το απολογητικό
      γενική του απολογητικού της απολογητικής του απολογητικού
    αιτιατική τον απολογητικό την απολογητική το απολογητικό
     κλητική απολογητικέ απολογητική απολογητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολογητικοί οι απολογητικές τα απολογητικά
      γενική των απολογητικών των απολογητικών των απολογητικών
    αιτιατική τους απολογητικούς τις απολογητικές τα απολογητικά
     κλητική απολογητικοί απολογητικές απολογητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολογητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπολογητικός (κατάλληλος για υπεράσπιση), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική apologétique < μεσαιωνική λατινική apologeticus < αρχαία ελληνική ἀπολογητικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.lo.ʝi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐λο‐γη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

απολογητικός, -ή, -ό [2][3]

  1. που έχει σχέση με την απολογία, συμβάλλει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με την απολογητική ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. απολογητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. απολογητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. απολογητικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας