απολίθωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολίθωμα < απολιθώνω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pétrification / fossile)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απολίθωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του απολιθώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολίθωμα