Δείτε επίσης: αποκοτώ, ἀποκτῶμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπoκτώ < ἀπό (απο-) + κτῶ < αρχαία ελληνική κτῶμαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀποκτῶμαι (χάνω την κατοχή)[1]

  Ρήμα επεξεργασία

αποκτώ/αποκτάω, αόρ.: απέκτησα/απόκτησα, παθ.φωνή: αποκτώμαι/αποκτιέμαι/αποχτιέμαι, μτχ.π.π.: αποκτημένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Ενεργητικός αόριστος: απέκτησα και απόκτησα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία