Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκλεισμένος η αποκλεισμένη το αποκλεισμένο
      γενική του αποκλεισμένου της αποκλεισμένης του αποκλεισμένου
    αιτιατική τον αποκλεισμένο την αποκλεισμένη το αποκλεισμένο
     κλητική αποκλεισμένε αποκλεισμένη αποκλεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκλεισμένοι οι αποκλεισμένες τα αποκλεισμένα
      γενική των αποκλεισμένων των αποκλεισμένων των αποκλεισμένων
    αιτιατική τους αποκλεισμένους τις αποκλεισμένες τα αποκλεισμένα
     κλητική αποκλεισμένοι αποκλεισμένες αποκλεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.kliˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κλει‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αποκλεισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία