αποθαλασσώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποθαλασσώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω
- θα αποθαλασσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθαλασσώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αποθαλασσώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθαλάσσωση