Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποζημίωση οι αποζημιώσεις
      γενική της αποζημίωσης* των αποζημιώσεων
    αιτιατική την αποζημίωση τις αποζημιώσεις
     κλητική αποζημίωση αποζημιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποζημιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποζημίωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποζημίωση θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά από τον υπαίτιο ή το κράτος
    ※  Η άμεση και δίκαιη αποζημίωση των πληγέντων από φυσικές καταστροφές αποτελεί προτεραιότητα για κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελληνική κυβέρνηση θεσμοθέτησε το μόνιμο μηχανισμό Κρατικής Αρωγής για την αποκατάσταση ζημιών από φυσικές καταστροφές, ώστε οι αποζημιώσεις να δίνονται στο σωστό χρόνο, με δίκαιη αποτίμηση, σύντομες και ψηφιοποιημένες διαδικασίες χωρίς περιττή γραφειοκρατία.
    «Κρατική Αρωγή για τους πληγέντες από φυσικές καταστροφές», arogi.gov.gr· πρόσβαση: 2021-11-01.
  2. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την εκτέλεση ενός ορισμένου έργου, αμοιβή
  3. (γενικότερα) η υλική ή κυρίως η ηθική ανταμοιβή που κερδίζει κάποιος για τους κόπους του και την προσφορά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία