Δείτε επίσης: ἀποδοτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδοτικός η αποδοτική το αποδοτικό
      γενική του αποδοτικού της αποδοτικής του αποδοτικού
    αιτιατική τον αποδοτικό την αποδοτική το αποδοτικό
     κλητική αποδοτικέ αποδοτική αποδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδοτικοί οι αποδοτικές τα αποδοτικά
      γενική των αποδοτικών των αποδοτικών των αποδοτικών
    αιτιατική τους αποδοτικούς τις αποδοτικές τα αποδοτικά
     κλητική αποδοτικοί αποδοτικές αποδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδοτικός < (ελληνιστική κοινήἀποδοτικός < αρχαία ελληνική ἀποδίδωμι < ἀπό + δίδωμι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rentable)

  Επίθετο επεξεργασία

αποδοτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία