Δείτε επίσης: ἀποδεκτός, αποδέκτης, αποδεικτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδεκτός η αποδεκτή το αποδεκτό
      γενική του αποδεκτού της αποδεκτής του αποδεκτού
    αιτιατική τον αποδεκτό την αποδεκτή το αποδεκτό
     κλητική αποδεκτέ αποδεκτή αποδεκτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδεκτοί οι αποδεκτές τα αποδεκτά
      γενική των αποδεκτών των αποδεκτών των αποδεκτών
    αιτιατική τους αποδεκτούς τις αποδεκτές τα αποδεκτά
     κλητική αποδεκτοί αποδεκτές αποδεκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδεκτός < (ελληνιστική κοινήἀποδεκτός

  Επίθετο επεξεργασία

αποδεκτός -ή -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία