Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογειώνω < (ελληνιστική κοινήἀπόγειος + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

απογειώνω (παθητική φωνή: απογειώνομαι)

  1. (αεροπορικός όρος) σηκώνω από το έδαφος κάτι και το εξαναγκάζω να πετάξει
  2. (μεταφορικά) προκαλώ μεγάλη αύξηση μιας ποσότητας

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία