απογείωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απογείωση | οι | απογειώσεις |
γενική | της | απογείωσης* | των | απογειώσεων |
αιτιατική | την | απογείωση | τις | απογειώσεις |
κλητική | απογείωση | απογειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απογειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απογείωση < (καθαρεύουσα) ἀπογείωσις < απογειώνομαι + -σις > -ση < απο- + γειώνομαι + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
απογείωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η ανύψωση αεροπλάνου, ελικοπτέρου, στον αέρα
- ↪ η απογείωση έγινε στην ώρα της
- (μεταφορικά) η ξαφνική και μεγάλη αύξηση
- ↪ παρατηρήθηκε απογείωση και κατάρρευση των πωλήσεων
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απογειωτικός
- → δείτε τις λέξεις απογειώνομαι και γη