Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποαποικιοποίηση οι αποαποικιοποιήσεις
      γενική της αποαποικιοποίησης των αποαποικιοποιήσεων
    αιτιατική την αποαποικιοποίηση τις αποαποικιοποιήσεις
     κλητική αποαποικιοποίηση αποαποικιοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποαποικιοποίηση < απο- + αποικιοποίηση < αποικί(α) + -ο- + -ποίηση (ποιώ)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.a.pi.ci.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐α‐ποι‐κι‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποαποικιοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία