αποίμαντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποίμαντος < (ελληνιστική κοινή) ἀποίμαντος
Επίθετο επεξεργασία
αποίμαντος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν ποιμαίνεται, δεν έχει ποιμένα
- (για κοπάδι ζώων)
- (θρησκεία) (για θρησκευτικό ποίμνιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ποιμένας