απερήμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απερήμωση | οι | απερημώσεις |
γενική | της | απερήμωσης* | των | απερημώσεων |
αιτιατική | την | απερήμωση | τις | απερημώσεις |
κλητική | απερήμωση | απερημώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απερημώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απερήμωση θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) (νεολογισμός) η ερημοποίηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
απερήμωση
|