Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απελπιστικός η απελπιστική το απελπιστικό
      γενική του απελπιστικού της απελπιστικής του απελπιστικού
    αιτιατική τον απελπιστικό την απελπιστική το απελπιστικό
     κλητική απελπιστικέ απελπιστική απελπιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απελπιστικοί οι απελπιστικές τα απελπιστικά
      γενική των απελπιστικών των απελπιστικών των απελπιστικών
    αιτιατική τους απελπιστικούς τις απελπιστικές τα απελπιστικά
     κλητική απελπιστικοί απελπιστικές απελπιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απελπιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απελπιστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία