Δείτε επίσης: ἀπεκδύομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεκδύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπεκδύομαι,[1] μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ἀπεκδύω < ἀπό + ἐκδύω (γδύνω)

  Ρήμα επεξεργασία

απεκδύομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία