Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απειλώ < αρχαία ελληνική ἀπειλέω / ἀπειλῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.piˈlo/

  Ρήμα επεξεργασία

απειλώ (παθητική φωνή: απειλούμαι)

  1. φοβερίζω κάποιον και χρησιμοποιώ απειλές εναντίον του
  2. θέτω κάποιον η κάτι σε κίνδυνο

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία