απεγκατάσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απεγκατάσταση | οι | απεγκαταστάσεις |
γενική | της | απεγκατάστασης* | των | απεγκαταστάσεων |
αιτιατική | την | απεγκατάσταση | τις | απεγκαταστάσεις |
κλητική | απεγκατάσταση | απεγκαταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεγκαταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
απεγκατάσταση θηλυκό
- (λογισμικό) η διαδικασία της αφαίρεσης προγράμματος από ηλεκτρονικό υπολογιστή
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεγκατάσταση