Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαρχαιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι + -ώνω< ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι < ἀρχαῖος < ἀρχή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.paɾ.çeˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παρ‐χαι‐ώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

απαρχαιώνω, αόρ.: απαρχαίωσα, παθ.φωνή: απαρχαιώνομαι, π.αόρ.: απαρχαιώθηκα, μτχ.π.π.: απαρχαιωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία