Δείτε επίσης: ἀπαντῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαντώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπαντῶ[1], συνηρημένο του ἀπαντάω < ἀπό + ἀντάω). Δείτε και απαντάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.panˈdo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐ντώ

  Ρήμα επεξεργασία

απαντώ (παθητική φωνή απαντώμαι → δείτε και τον τύπο απαντιέμαι)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Η απρόσωπη μορφή «απαντάται» στην παθητική φωνή χρησιμοποιείται καταχρηστικά αφού το ρήμα είχε από παλιά την παθητική διάθεση, (Λεξικό Μπαμπινιώτη.)[2]

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. απαντώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)