Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαιτούμενος η απαιτούμενη το απαιτούμενο
      γενική του απαιτούμενου της απαιτούμενης του απαιτούμενου
    αιτιατική τον απαιτούμενο την απαιτούμενη το απαιτούμενο
     κλητική απαιτούμενε απαιτούμενη απαιτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαιτούμενοι οι απαιτούμενες τα απαιτούμενα
      γενική των απαιτούμενων των απαιτούμενων των απαιτούμενων
    αιτιατική τους απαιτούμενους τις απαιτούμενες τα απαιτούμενα
     κλητική απαιτούμενοι απαιτούμενες απαιτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.peˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παι‐τού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

απαιτούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία