Δείτε επίσης: ἀπαγορεύω, υπαγορεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαγορεύω < αρχαία ελληνική ἀπαγορεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pa.ɣoˈɾe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

απαγορεύω, πρτ.: απαγόρευα, στ.μέλλ.: θα απαγορεύσω, αόρ.: απαγόρευσα, παθ.φωνή: απαγορεύομαι, μτχ.π.π.: απαγορευμένος

  • αρνούμαι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάποια ενέργεια έχοντας την ανάλογη εξουσία ή το απαιτούμενο κύρος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία