Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απάνθισμα τα απανθίσματα
      γενική του απανθίσματος των απανθισμάτων
    αιτιατική το απάνθισμα τα απανθίσματα
     κλητική απάνθισμα απανθίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάνθισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπάνθισμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpan.θi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πάν‐θι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απάνθισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία