Δείτε επίσης: ἀπάθεια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάθεια οι απάθειες
      γενική της απάθειας των απαθειών
    αιτιατική την απάθεια τις απάθειες
     κλητική απάθεια απάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάθεια < αρχαία ελληνική ἀπάθεια < ἀπαθής < ἀ- στερητικό + -πάθεια < πάθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απάθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η απουσία πάθους, συναισθηματικής φόρτισης
  2. η απουσία αντίδρασης σε κρίσιμες περιστάσεις
  3. αδιαφορία, συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα όσα συμβαίνουν ή τις καταστάσεις
    • αντιμετώπιζε τους ασθενείς που υπέφεραν με απάθεια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία