Δείτε επίσης: ἀοιδός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αοιδός οι αοιδοί
      γενική του/της αοιδού των αοιδών
    αιτιατική τον/την αοιδό τους/τις αοιδούς
     κλητική αοιδέ αοιδοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αοιδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀοιδός < ἀείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.iˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐οι‐δός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αοιδός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (στην αρχαία Ελλάδα) αυτός που συνέθετε και έψαλλε ποιήματα με τη συνοδεία κιθάρας/φόρμιγγας
    ※ Μακράν του κόσμου, τον μεθά ποιητική μαγεία· / ο κόσμος όλος δι’ αυτόν είν’ οι ωραίοι στίχοι. / Διά τον αοιδόν αυτής έκτισ’ η Φαντασία / άυλον οίκον στερεόν ον δεν κλονίζ’ η τύχη. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Αοιδός)
  2. (μουσική, επάγγελμα) ο τραγουδιστήςτραγουδίστρια της όπερας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία