αξύπνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αξύπνητος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν έχει ξυπνήσει ή δεν μπορεί να ξυπνήσει
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξύπνητος αρσενικό
- (μεταφορικά) ο θάνατος