αξιοδάκρυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοδάκρυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀξιοδάκρυτος
Επίθετο επεξεργασία
αξιοδάκρυτος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- αξιοδάκρυτα
- → δείτε τις λέξεις άξιος και δάκρυ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιοδάκρυτος
|