Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξημέρωτος η αξημέρωτη το αξημέρωτο
      γενική του αξημέρωτου της αξημέρωτης του αξημέρωτου
    αιτιατική τον αξημέρωτο την αξημέρωτη το αξημέρωτο
     κλητική αξημέρωτε αξημέρωτη αξημέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξημέρωτοι οι αξημέρωτες τα αξημέρωτα
      γενική των αξημέρωτων των αξημέρωτων των αξημέρωτων
    αιτιατική τους αξημέρωτους τις αξημέρωτες τα αξημέρωτα
     κλητική αξημέρωτοι αξημέρωτες αξημέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξημέρωτος < α- + ξημερώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξημέρωτος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία