Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανώριμος η ανώριμη το ανώριμο
      γενική του ανώριμου της ανώριμης του ανώριμου
    αιτιατική τον ανώριμο την ανώριμη το ανώριμο
     κλητική ανώριμε ανώριμη ανώριμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανώριμοι οι ανώριμες τα ανώριμα
      γενική των ανώριμων των ανώριμων των ανώριμων
    αιτιατική τους ανώριμους τις ανώριμες τα ανώριμα
     κλητική ανώριμοι ανώριμες ανώριμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανώριμος < αν- στερητικό + ώριμος

  Επίθετο επεξεργασία

ανώριμος, -η, -ο

  1. (για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει
  2. (για ανθρώπους) που δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρη ψυχική και πνευματική του ωριμότητα ή σε πλήρη βιολογική ανάπτυξη
    Ο πολύ νέος άνθρωπος είναι συναισθηματικά / κοινωνικά / σεξουαλικά ανώριμος
    Ένα παιδί τεσσάρων ετών είναι ανώριμο να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα.
  3. (για καταστάσεις)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία