Δείτε επίσης: ἀνώνυμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανώνυμος η ανώνυμη το ανώνυμο
      γενική του ανώνυμου της ανώνυμης του ανώνυμου
    αιτιατική τον ανώνυμο την ανώνυμη το ανώνυμο
     κλητική ανώνυμε ανώνυμη ανώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανώνυμοι οι ανώνυμες τα ανώνυμα
      γενική των ανώνυμων των ανώνυμων των ανώνυμων
    αιτιατική τους ανώνυμους τις ανώνυμες τα ανώνυμα
     κλητική ανώνυμοι ανώνυμες ανώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + -ώνυμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈno.ni.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νώ‐νυ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

ανώνυμος, -η, -ο

  1. που δεν έχει όνομα
     αντώνυμα: επώνυμος
  2. που δεν είναι διάσημος
  3. (οικονομία) που δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο
    ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμοι τίτλοι
  4. (πληροφορική) χρησιμοποιείται από κάποια προγράμματα για νέα αρχεία που δεν έχουν αποθηκευτεί ακόμα, και άρα είναι ανώνυμα
  5. (πολεοδομία) για τον προσδιορισμό οδών που δεν έχουν ονοματιστεί ακόμα στο σχέδιο πόλεως
    οδός ανώνυμος 4

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία