Δείτε επίσης: ἀνώμαλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανώμαλος η ανώμαλη το ανώμαλο
      γενική του ανώμαλου της ανώμαλης του ανώμαλου
    αιτιατική τον ανώμαλο την ανώμαλη το ανώμαλο
     κλητική ανώμαλε ανώμαλη ανώμαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανώμαλοι οι ανώμαλες τα ανώμαλα
      γενική των ανώμαλων των ανώμαλων των ανώμαλων
    αιτιατική τους ανώμαλους τις ανώμαλες τα ανώμαλα
     κλητική ανώμαλοι ανώμαλες ανώμαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανώμαλος < αρχαία ελληνική ἀνώμαλος

  Επίθετο επεξεργασία

ανώμαλος, -η, -ο

  1. που δεν ακολουθεί τον κανόνα, που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται κανονικό ή φυσιολογικό
  2. (γραμματική) για λέξεις που κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο και δεν ακολουθούν τα συνήθη πρότυπα σχηματισμού κλιτών τύπων
    λεξικό ανωμάλων ρημάτων
  3. χωρίς σταθερό ρυθμό, με απρόβλεπτες διακυμάνσεις
  4. που παρουσιάζει εμπόδια
    ο δρόμος ήταν ανώμαλος, γεμάτος λακούβες
  5. που διεξάγεται με πολλές δυσκολίες και χωρίς να υπάρχουν οι συνήθεις συνθήκες
    το αεροπλάνο αναγκάστηκε να κάνει ανώμαλη προσγείωση
  6. (για ανθρώπους) σεξουαλικά διεστραμμένος, ο διαστροφικός

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανώμαλος οι ανώμαλοι
      γενική του ανώμαλου
ανωμάλου
των ανώμαλων
ανωμάλων
    αιτιατική τον ανώμαλο τους ανώμαλους
ανωμάλους
     κλητική ανώμαλε ανώμαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανώμαλος αρσενικό