ανωνυμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανωνυμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανωνυμία θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι ανώνυμος κάποιος, του να μην ξέρουν άλλοι την ταυτότητά του ούτε προσωπικά του στοιχεία
ανωνυμία θηλυκό