ανυφαντής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανυφαντής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυφαντής < ελληνιστική κοινή ἀνυφάντης με μετακίνηση τόνου < αρχαία ελληνική ἀνυφαίνω < ἀνά + ὑφαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- (ανα-) + υφαντής.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ni.fanˈdis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐φα‐ντής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανυφαντής αρσενικό (θηλυκό ανυφάντρια & ανυφάντρα)
- (ιδιωματικό, επάγγελμα) μορφή και συνώνυμο του υφαντής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ανυφαίνω, ανά και υφαίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανυφαντής
|
Πηγές επεξεργασία
- ανυφαντής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας