Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντρών < τουαλέτα αντρών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντρών ουδέτερο άκλιτο

  1. η τουαλέτα, σε δημόσιο χώρο, που χαρακτηρίζεται ως αντρική
    τώρα πια πρέπει να πηγαίνεις μόνο στο αντρών

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αντρών αρσενικό